ἰσόπαλοι

ἰσόπαλοι
ἰσόπαλος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Dean Bouzanis — Personal information Full name Dean Anthony Bouzanis …   Wikipedia

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Λέπρεο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 329 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 49 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζαχάρως. Παλαιότερα ονομαζόταν Στροβίτσι, ενώ η τοποθεσία έχει… …   Dictionary of Greek

  • ισόπαλος, -η — ο επίρρ. α 1. ισοδύναμος: Ισόπαλοι αθλητές. 2. εκείνος που δε νίκησε τον αντίπαλό του αλλά ούτε και νικήθηκε: Οι ομάδες σ αυτόν τον αγώνα αναδείχτηκαν ισόπαλες. – Ισόπαλο αποτέλεσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στίβος — ο 1. μέρος σταδίου κατάλληλο για αγώνες ή ασκήσεις: Αποχώρησαν από το στίβο ισόπαλοι. 2. πεδίο δράσης και αγώνων: Αγωνίστηκε στο στίβο της ζωής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”